Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

и не -ите

  • 1 изволить

    ρ.δ.
    1. παλ. θέλω, επιθυμώ•

    чего -те? τι επιθυμείτε;

    2. χρησιμοποιείται με απαρέμφατο άλλου ρήματος αντί των προσώπων αυτού του ρήματος και εκφράζει: εκτίμηση, φιλοφροσύνη, αβρότητα, δυσαρέσκεια, αγανάκτηση, μομφή, ειρωνεία•

    господд -ят спать τα αφεντικά κοιμούνται•

    -ите с£ми судить κρίνετε μονάχοι σας•

    вы -ите шутить αστειεύεστε•

    -ите ли видеть βλέπετε;•

    вместо того, чтобы работать, вы все -ите полживать αντί να δουλεύετε, όλοι. σας το πιάσατε ξαπλωταριά,

    προστκ. изволь(те) σημαίνει,: α) καλά•

    -те, остинусь ещё на час καλά, θα περιμένω ακόμα μια ώρα•

    изволь, я согласен καλά, είμαι σύμφωνος, β) να, πάρε, ωρίστε•

    дайте мне папиросу. изволить извольте δόστε μου ένα τσιγάρο. -ωρίστε. γ) προσταγή•

    -те выйти βγήτε έξω•

    -те сначала поучиться, а потом другим указывать πρώτα να μάθετε εσείς καλά και μετά να υποδείχνεται στους άλλους.

    -те! παρακαλώ!

    εκφρ.
    чего -ите?παλ. τι επιθυμείτε;

    Большой русско-греческий словарь > изволить

  • 2 говорить

    ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χ ρ., говоренный, βρ: -рен, -рена, -рено.
    1. ομιλώ, μιλώ, κρένω•

    ребенок еще не -ит το παιδάκι ακόμα δε μιλά.

    || κατέχω ξένη γλώσσα•

    говорить по-русски μιλώ ρωσικά.

    2. λέγω, λέω•

    говорить правду λέγω την αλήθεια•

    говорить ложь λέγω ψέματα, ψεύδομαι.

    || διηγούμαι. || μτφ. εμφυσώ, εμπνέω. || μτφ. υπαγορεύω.
    3. συνομιλώ, κουβεντιάζω. || φημολογώ•

    -ят, что вы нвлвдим λένε πως είστε ακοινώνητος.

    || μαρτυρώ, αποδείχνω•

    факты -ят τα έργα (πράξεις) λένε.

    εκφρ.
    говорить на разных языках – μιλούμε σε διάφορες γλώσσες (δεν καταλαβαίνομε ο ένας το άλλον, δεν συνεννοούμαστε)•
    тебе -ят – εσένα λένε (άκουσε)•
    вам -ю – εσάς μιλώ (ακούτε)•
    и не -ите – ούτε λόγος να γίνεται, δε χρειάζεται κουβέντα (αναμφίβολα, οπωσδήποτε)•
    иначе -я – με άλλα λόγια•
    само за себя -ит – μιλάει το ίδιο, είναι αυτονόητο, αυτοφανές, αυτόδηλο•
    что и говорить – τι να πω (είναι σωστό)•
    что ή как ни -и – ό,τι, όσο και να πεις•
    что вы -ите! – τι λέτε!•
    это -ит в его пользу – αυτό είναι υπέρ αυτού, προς όφελος του•
    не -я уже – για να μην πω ακόμα.
    1. λέγομαι, μιλιέμαι• προφέρομαι. || αναφέρομαι.
    2. έχω διάθεση γιά κουβέντα.
    3. φημολογούμαι• λέγομαι•

    как -ится όπως λέγεται.

    Большой русско-греческий словарь > говорить

  • 3 благоволить

    -лю, -лишь, ρ.δ.
    1. με δοτ. ευνοώ, διάκειμαι ευνοϊκά•

    начальник ему -ит ο προϊστάμενος τον έχει ευνοούμενο του.

    2. (παλ.) ευαρεστούμαι, (στο τέλος επιστολής)•

    -ите ответить ευαρεστηθείτε να απαντήσετε.

    Большой русско-греческий словарь > благоволить

  • 4 взыскать

    взыщу, взышешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взысканный, βρ: -кан, -а, -о, ρ.σ.
    1. εισπράττω, παίρνω αναγκαστικά•

    взыскать долг εισπράττω το χρέος.

    2. τιμωρώ, επιβάλλω,ποινή.
    εκφρ.
    не взыши(те) – μην παραξηγείς, -είτε, να με συγχωρείς, -είτε•
    уж вы не -ите, другого угощенья нет – να μας συγχωρείτε, τίποτε άλλο δεν έχομε να σας κεράσουμε.
    ρ.σ.μ. (βλ. κλίση взыскать 1)
    παλ. ανταμείβω.

    Большой русско-греческий словарь > взыскать

  • 5 загадать

    ρ.σ.
    1. βάζω αίνιγμα.
    2. μτφ. σκέφτομαι., βάζω στο νου ή με το νού•

    -ите какое-либо число βάλτε με το νού σας έναν οποιονδήποτε αριθμό.

    3. προεικάζω, προμαντεύω.

    Большой русско-греческий словарь > загадать

  • 6 окончить

    -чу, -чишь
    ρ.σ.μ.
    τελειώνω, τερματίζω, περατώνω, περαιώνω• τελειώνω τη δουλειά•

    скоро вы -ите? γρήγορα θα τελειώσετε;•

    окончить институт τελειώνω το ινστιτούτο.

    τελειώνω•

    перерыв -лся το διάλειμμα τέλειωσε•

    совещание -лось η σύσκεψη τέλειωσε.

    Большой русско-греческий словарь > окончить

  • 7 прекратить

    -ащу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прекращённый, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    διακόπτω, σταματώ, παύω, κόβω, τερματίζω•

    прекратить военные действия τερματίζω τις πολεμικές επιχειρήσεις (τις εχθροπραξίες)•

    разговор κόβω την κουβέντα•

    прекратить сношения κόβω σχέσεις•

    прекратить беспорядки σταματώ τις αταξίες•

    -ите работу! σταματήστε τη δουλειά!

    σταματώ, παύω τερματίζομαι•

    дождь -йлся η βροχή σταμάτησε•

    боль -лась ο πόνος σταμάτησε.

    Большой русско-греческий словарь > прекратить

  • 8 сказать

    окажу, скажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сказанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.
    1. βλ. говорить.
    2. παλ. διηγούμαι.
    3. ανακοινώνω, γνωστοποιώ (απόφαση, διαταγή).
    4. скажем ως παρνθ. λ. να πούμε, παραδείγματος χάρη.
    5. προστκ. скажи(те) πες, πέστε (για αγανάκτηση, θαυμασμό κ.τ.τ.). || скажешь! είπες (καισύ) ! (περ ιφρονητ ικά στον συνομιλητή).
    εκφρ.
    как сказать – (για) να πούμε• κατά κάποιον τρόπο•
    лучше, вернее, проще, точнее сказать – για να πω καλύτερα, σωστότερα, πιο απλά, ακριβέστερα•
    можно сказать – (παρνθ. λ.) μπορώ να πω•
    нечего сказать – δε μπορώ να πω τίποτε (να επικρίνω)•
    ничего не -жешь – είναι άψογο, συμφωνώ ότι είναι καλό, σωστό•
    -ите на милость ή пожалуйстаβλ. 5 σημ. чтобы не сказать... για να μην πω... (κάτι χειρότερο, βαρύτερο).
    1. βλ. говориться.
    2. εκδηλώνομαι, φαίνομαι, φανερώνομαι. || επιδρώ, επιρεάζω.
    3. λέγω, ανακοινώνω, γνωστοποιώ.
    4. πάνω, προσποιούμαι•

    сказать больным κάνω τον άρρωστο.

    Большой русско-греческий словарь > сказать

  • 9 смотреть

    смотрю, смотришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смотренный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.δ.
    1. βλέπω, κοιτάζω, θωρώ• παρατηρώ•

    смотреть в дэль κοιτάζω μακριά στο βάθος•

    смотреть на часы κοιτάζω το ωρολόγι•

    смотреть в зеркало κοιτάζω στον καθρέφτη•

    смотреть в бинокль παρατηρώ με τη διόπτρα•

    новую кинокартину βλέπω νέα κινηματογραφική ταινία.

    || μτφ. σκέπτομαι, στοχάζομαι•

    смотреть в будущее κοιτάζω στο μέλλον.

    || μτφ. δίνω προσοχή•

    вы на это не -ите εσείς αυτό μην το κοιτάτε (μη δίνετε προσοχή).

    2. μτφ. ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι, προσέχω. || μτφ. θεωρώ, λογίζω. || υπολογίζω, υποθέτω.
    3. επιβλέπω, παρακολουθώ•

    смотреть за детьми κοιτάζω τα παιδιά.

    || εξετάζω•

    доктор -ел сольного ο γιατρός κοίταξε τον άρρωστο.

    || (παλ.) επιθεωρώ•

    генерал -ел полк ο στρατηγός επιθεώρησε το σύνταγμα.

    4. είμαι εστραμμένος•

    окна -ят в сад τα παράθυρα βλέπουν προς τον κήπο•

    пулемты -ят ва вражеские позиции τα πολυβόλα είναι εστραμμένα κατά των εχθρικών θέσεων.

    5. διαφαίνομαι, διακρίνομαι.
    6. με μερικά ουσ. σημαίνει: ομοιάζω• θυμίζω•

    смотреть зверем κοιτάζω σαν θηρίο•

    смотреть сентябрм μοιάζω με τον Σεπτέμβρη•

    смотреть сычом μοιάζω με το μπούφο.

    7. θέλω να γίνω•

    она в невесты смотретьит αυτή θέλει να γίνει νύφη (να παντρευτεί).

    8. προστκ. -и, -те κοίτα, -άτε: α) φυλάξου, πρόσεξε, β) σημαίνει θαυμασμό• για (ι)δές.
    9. προστκ.κ. 2ο πρόσ. ενστ. -ишь ως παρνθ. λ. α) βλέπε, βλέπεις• στο μεταξύ, β) πολύ πιθανόν, πιθανότατα.
    10. -ю, -им ως παρνθ. λ. βλέπω, -ομε• τι να δω, δούμε.
    εκφρ.
    смотреть в гроб (в могилу) – είμαι προς το τέλος, είμαι του θανατά•
    смотреть в оба глаза – τα μάτια σου τέσσερα•
    смотреть за собой – φροντίζω (περιποιούμαι) τον εαυτό μου•
    смотреть не на что – δεν. αξίζει να κοιτάζεις• смотреть (с надеждой) на кого-что στηρίζω τις ελπίδες στον, στο•
    смотреть смертиβλ. στη λ. смерть- -я как; -я где; -я когда κ.τ.τ. εξαρτάται από το πως, που, πότε•
    - я по чему – κρίνοντας από το ότι•
    что (чего) -ит? куда -ит! – τι κοιτάζει; που κοιτάζει; (γιατί δεν προσέχει, δε φροντίζει).
    1. κοιτάζομαι, βλέπομαι•

    смотреть в зеркало κοιτάζομαι στον καθρέφτη.

    2. απρόσ. φαίνομαι• διακρίνομαι•

    фильм хорошо -ится το φιλμ καλά φαίνεται.

    Большой русско-греческий словарь > смотреть

  • 10 убрать

    уберу, убершь, παρλθ χρ. убрал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. убранный, βρ: убран
    κ. -а, -о ρ.σ.μ.
    1. παίρνω•

    убрать со стола παίρνω τα πιατικά κλπ, από το τραπέζι (μετά το φαγητό).

    || βραχύνω, κοντεύω, μαζεύω, στενεύω, αφαιρώ το περίσσιο μέρος•

    убрать платье в талии μαζεύω το φόρεμα στη μέση•

    -подол на два сантиметра κοντεύω τον ποδόγυρο κατά δυο πόντους.

    2. αφαιρώ, βγάζω, περικόπτω, απορρίπτω (από κείμενο, έργο κ.τ.τ,).
    διώχνω, εκδιώκω•

    -ите его из комнаты πάρτε τον (βγάλτε τον) έξω από το δωμάτιο.

    || παίρνω για εξόντωση, εξοντώνω, φονεύω.
    3. συγκομίζω, συλλέγω, μαζεύω, σηκώνω•

    убрать вес хлеб с полей μαζεύω (σηκώνω) όλο το σιτάρι από τα χωράφια.

    4. βγάζω, θέτω σε αδράνεια, σταματώ τη λειτουργία•

    убрать всла βγάζω τα κουπιά-убрать паруса μαζεύω τα πανιά (σκάφους).

    5. τοποθετώ, βάζω•

    убрать бумаги в ящик παίρνω τα χαρτιά και τα βάζω στο συρτάρι.

    || μαζεώ, περιστέλλω•

    убери тво брюхо, мешает мне пройти μάζεψε την κοιλιά σου, με εμποδίζει να περάσω.

    || συμπερ ιλαβαίνω, κάνω να χωρέσει•

    все слова в одну строчку συμπερ ιλαβαίνω όλες τις λέξεις σε μια σειρά.

    6. (απλ.) τρώγω, κατεβάζω•

    за троих убрать суп για τρεις θα φάω σούπα.

    7. τακτοποιώ, συγυρίζω, διευθετώ, ευτρεπίζω•

    убрать постель συγυρίζω το κρεβάτι•

    убрать комнату συγυρίζω το δωμάτιο.

    || παλ. στολίζω• καλοντύνω• λουσάρω. || καλλωπίζω, κοσμώ.
    1. φεύγω, αναχωρώ•

    он -лся от сюда αυτός έφυγε απ εδώ.

    2. τελειώνω•

    вовремя, убрать с сенокосом έγκαιρα τελειώνω τη χορτοκοπή.

    3. συγυρίζομαι, τακτοποιούμαι, διευθετούμαι, ευτρεπίζομαι.
    4. στολίζομαι, καλοντύνομαι, λουσάρομαι• καλλωπίζομαι.
    5. χωρώ, συμπεριλαβαίνομαι•

    все слова -лись в одну строчку όλες οι λέξεις συμπερ ιλήφτηκαν σε μια σειρά (γραμμή).

    Большой русско-греческий словарь > убрать

  • 11 уделить

    -лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уделенный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ. δίνω μερίδιο• ξεχωρίζω• βγάζω• παραχωρώ• χορηγώ•

    уделить собаке кусок хлеба δίνω στο σκυλί ένα κομμάτι ψωμί•

    уделить из бюджета сумму на что-н. χορηγώ από τον προύπολογισμό ένα ποσό για κάτι.

    || δίνω•

    -йте мне полчаса αφιερώστε για μένα μισή ώρα (χρόνο)•

    -ите этому внимание δόστε σ αυτό προσοχή.

    Большой русско-греческий словарь > уделить

  • 12 шутить

    шучу, шутишь
    ρ.δ.
    1. αστειεύομαι, αστείζομαι, χωρατεύω, καλαμπουρίζω•

    он любить шутить αυτός αγαπά να κάνει αστεία•

    шутить с детьми κάνω αστεία με τα παιδιά•

    вы -ите или это серьёзно? αστεία μιλάτε ή σοβαρά;•

    не верь ему, он всё -ит μη τον πιστεύεις, αυτός πάντοτε αστειεύεται.

    2. κοροίδεύω, εμπαίζω, περιγελώ• χλευάζω.
    3. παραμελώ• αδιαφορώ•περιφρονώ• το παίρνω στ αστεία.
    εκφρ.
    шутить с огнём – κάνω αστεία (παίζω) με τη φωτιά (που έχει επικίνδυνες συνέπειες)•
    чем чёрт не -ит! – ό,τι κι αν συμβεί, ό,τι και να γίνει, ο διάβολος να σκάσει•
    чем чёрт не -ит, я выиграю – ο διάβολος να σκάσει, εγώ θα κερδίσω•
    шутить над кем – κοροϊδεύω (χλευάζω) κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > шутить

См. также в других словарях:

  • Ите — Спортивные награды Греко римская борьба (женщины) Олимпийские игры Золото Афины 2004 до 63 кг Золото Пекин 2008 до 63 кг Каори Итё ( …   Википедия

  • Ите, Каори — Спортивные награды Греко римская борьба (женщины) Олимпийские игры Золото Афины 2004 до 63 кг Золото Пекин 2008 до 63 кг Каори Итё ( …   Википедия

  • Ите Каори — Спортивные награды Греко римская борьба (женщины) Олимпийские игры Золото Афины 2004 до 63 кг Золото Пекин 2008 до 63 кг Каори Итё ( …   Википедия

  • Каори Ите — Спортивные награды Греко римская борьба (женщины) Олимпийские игры Золото Афины 2004 до 63 кг Золото Пекин 2008 до 63 кг Каори Итё ( …   Википедия

  • поналазити — ите, зять і поналіза/ти, а/єте, а/ють, док. 1) Налізти куди небудь у великій кількості (про плазунів, комах і т. ін.). || Проникнути куди небудь у великій кількості або в багато місць (про сіно, сніг, пил і т. ін.). 2) Прийти, прибути куди небудь …   Український тлумачний словник

  • Нейтири — Эту статью следует викифицировать. Пожалуйста, оформите её согласно правилам оформления статей …   Википедия

  • варѧти — ВАРѦ|ТИ (50), Ю, ѤТЬ гл. 1.Опережать, предвосхищать, предвещать; предвидеть: Не осоужѩите да не осоужени боудеть. чьто бо рече прѣже врѣмене въсхыщаѥши соуди˫а. чьто варѩшi д҃не оного страшьнааго. Изб 1076, 98; ѡ(т)соудоу паче дьрзновениѥ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • вы — (вы1500), ВАСЪ, ВАМЪ мест. 2 л. мн; ч. Вы. (по отношению более чем к двум лицам): вьсѩка горесть и лютость и гнѣвъ и кличь и хѹлениѥ. да възьметь сѩ отъ вась (ἀφ’ ὑμῶν) Изб 1076, 204; помилѹите ѹности моѥѣ. помилѹите г҃ьѥ мои вы ми бѹдѣте… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Личные окончания глаголов —      1. Различается написание личных окончаний глаголов в настоящем и будущем простом времени:           а) в I спряжении: ешь, ет, ем, ете, ут или ют;           б) во II спряжении: ишь, ит, им, ите, ат или ят.      Ко II спряжению относятся (из… …   Справочник по правописанию и стилистике

  • благоправьдиѥ — БЛАГОПРАВЬДИ|Ѥ (2*), ˫А с. Благопристойность: Варѩите г(с)а во исповѣдании. ˫авлѩите влагаема˫а ѡ(т) дь˫авола. аввѣ акакию. все бл҃гоправьдиѥ творѩще. (ἐν εὐσχημοσύνῃ) ФСт XIV, 116а; станите на подвизѣ суду и. ѡвооуду. и въ бл҃гоправдии и въ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • боуии — (27) пр. 1.Дерзкий, непокорный: Ѡлег же въсприимъ смыслъ. буи и словеса величава. ЛЛ 1377, 76 об. (1096); ѡни же слышавше се всприимше буи помыслъ. начаша сѩ гнѣвати на нь. и болшю вражду въздвигати. Там же, 136 (1186); Слышав же кнѩ(з) великыи… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»